Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impaccatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impakkaˈtore]

συσκευαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaccare impaccatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imo (ουσ αρσ )
imo (επίθ.)
imoscapo (ουσ αρσ )
impaccaggio (ουσ αρσ )
impaccare (ρ. μτβ.)
impaccatore (ουσ αρσ )
impaccatura (θηλ.ουσ)
impacchettare (ρ. μτβ.)
impacciare (ρ. μτβ.)
impacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
impacciato (επίθ.)
impaccio (ουσ αρσ )
impaccioso (επίθ.)
impacco (ουσ αρσ )
impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impagabile (επίθ.)
impaginare (ρ. μτβ.)
impaginatore (ουσ αρσ )
impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---