Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impaginazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impaʤinatˈtsjone]

σελιδοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaginatura impagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impadronirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impagabile (επίθ.)
impaginare (ρ. μτβ.)
impaginatore (ουσ αρσ )
impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)
impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)
impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---