Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpagliatino
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impaʎʎaˈtino] ψάθα (πάτου καρέκλας) impagliatino επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impaʎʎaˈtino] 1 πλατινένιος (στο χρώμα) 2 αχυρένιος (στο χρώμα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |