Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impagliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impaʎˈʎato]

1 καλυμμένος με άχυρα
2 γεμισμένος (με άχυρο ή τζίβα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impagliatino impagliatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaginatura (θηλ.ουσ)
impaginazione (θηλ.ουσ)
impagliare (ρ. μτβ.)
impagliatino (ουσ αρσ )
impagliatino (επίθ.)
impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)
impalcato (αρσ. επίθ και ουσ)
impalcatura (θηλ.ουσ)
impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---