Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpagliatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impaʎʎaˈtore] 1 καρεκλάς (που φτιάχνει ψάθες) 2 βαλσαμωτής 3 ταριχευτής ζώων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |