Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impalancàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impalanˈkato]

1 σύνολο πασσάλων
2 πασσάλωμα
3 πασσαλόπηγμα
4 πασσαλόφραγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impalamento impalare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impagliato (επίθ.)
impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)
impalcato (αρσ. επίθ και ουσ)
impalcatura (θηλ.ουσ)
impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)
impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)
impalmatura (θηλ.ουσ)
impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---