Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impalàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaˈlare]

1 σημαδεύω όρια με πασσάλους
2 υποστηρίζω (με παλούκια)
3 παλουκώνω
4 ανασκολοπίζω
5 σουβλίζω
6 στερεώνω με πασσάλους
7 δένω σε πάσσαλο
8 στηρίζω (φυτά) σε παλούκια
9 πασσαλώνω

impalàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impaˈlarsi]

1 στέκομαι αγέρωχος
2 στέκομαι σαν να έχω καταπιεί μπαστούνι
3 γίνομαι άκαμπτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impalancato impalato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impagliatore (ουσ αρσ )
impagliatura (θηλ.ουσ)
impala (ουσ αρσ )
impalamento (ουσ αρσ )
impalancato (ουσ αρσ )
impalare (ρ. μτβ.)
impalarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impalato (επίθ.)
impalatura (θηλ.ουσ)
impalcare (ρ. μτβ.)
impalcato (αρσ. επίθ και ουσ)
impalcatura (θηλ.ουσ)
impallare (ρ. μτβ.)
impallidire (ρ.αμτβ.)
impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)
impalmatura (θηλ.ουσ)
impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---