Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impaludàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impaluˈdare]

1 τελματώνομαι
2 βαλτώνω

impaludàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaluˈdare]

1 μετατρέπω σε τέλμα
2 τελματώνω

impaludàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impaluˈdarsi]

1 τελματώνομαι
2 βαλτώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impalpabilità impanare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impallinare (ρ. μτβ.)
impalmare (ρ. μτβ.)
impalmatura (θηλ.ουσ)
impalpabile (επίθ.)
impalpabilità (θηλ.ουσ)
impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---