Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impanatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impanaˈtura]

1 κάλυψη τροφής με ψίχα ή με τριμμένο ψωμί (για τηγάνισμα)
2 σπείρωμα βίδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impanato impancarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaludare (ρ.αμτβ.)
impaludare (ρ. μτβ.)
impaludarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impanare (ρ. μτβ.)
impanato (επίθ.)
impanatura (θηλ.ουσ)
impancarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaniare (ρ. μτβ.)
impaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
impaniato (επίθ.)
impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---