ItalianoGreco


impanatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impanaˈtura]

1 κάλυψη τροφής με ψίχα ή με τριμμένο ψωμί (για τηγάνισμα)
2 σπείρωμα βίδας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---