Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impappinàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impappiˈnarsi]

τα χάνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impaperarsi imparabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impannare (ρ. μτβ.)
impannata (θηλ.ουσ)
impantanare (ρ. μτβ.)
impantanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaperarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---