Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impaˈrare]

μαθαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparagonabile imparaticcio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


imparare qualcosa a memoria = μαθαίνω κάτι απ' έξω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impappinarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imparabile (επίθ.)
imparacchiare (ρ. μτβ.)
imparadisare (ρ. μτβ.)
imparagonabile (επίθ.)
imparare (ρ. μτβ.)
imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---