Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparidigitàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,imparidiʤiˈtato]

περιττοδάκτυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impari imparipennato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
impareggiabile (επίθ.)
imparentare (ρ. μτβ.)
imparentarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impari (επίθ.)
imparidigitato (αρσ. επίθ και ουσ)
imparipennato (επίθ.)
imparisillabo (επίθ.)
imparruccare (ρ. μτβ.)
imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)
impassibilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---