ItalianoGreco


impassibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impassibiliˈta]

1 απονιά
2 ασυγκινησία
3 φλέγμα
4 αναλγησία
5 αναισθησία
6 απάθεια
7 αδιαφορία
8 αταραξία
9 παθητικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---