Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impassibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impassibiliˈta]

1 απονιά
2 ασυγκινησία
3 φλέγμα
4 αναλγησία
5 αναισθησία
6 απάθεια
7 αδιαφορία
8 αταραξία
9 παθητικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impassibile impassibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)
impassibilmente (επίρ.)
impastamento (ουσ αρσ )
impastare (ρ. μτβ.)
impastato (επίθ.)
impastatore (ουσ αρσ )
impastatrice (θηλ.ουσ)
impastatura (θηλ.ουσ)
impasticcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impasticciare (ρ. μτβ.)
impasto (ουσ αρσ )
impastocchiare (ρ. μτβ.)
impastoiare (ρ. μτβ.)
impastranarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impataccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---