Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imparzialità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impartsjaliˈta]

1 ευθύτητα
2 αμεροληψία
3 δικαιοσύνη
4 αντικειμενικότητα
5 απροσωποληψία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imparziale imparzialmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imparruccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imparruccato (επίθ.)
impartibile (επίθ.)
impartire (ρ. μτβ.)
imparziale (επίθ.)
imparzialità (θηλ.ουσ)
imparzialmente (επίρ.)
impasse (θηλ.ουσ)
impassibile (επίθ.)
impassibilità (θηλ.ουσ)
impassibilmente (επίρ.)
impastamento (ουσ αρσ )
impastare (ρ. μτβ.)
impastato (επίθ.)
impastatore (ουσ αρσ )
impastatrice (θηλ.ουσ)
impastatura (θηλ.ουσ)
impasticcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impasticciare (ρ. μτβ.)
impasto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---