impasticciàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [impastitˈʧare]
1 κάνω άτεχνα
2 επισκευάζω πρόχειρα
3 κάνω τσαπατσούλικα
4 δημιουργώ ακαταστασία και χάος
5 μπερδεύομαι απελπιστικά
6 επισκευάζω τσαπατσούλικα
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [impastitˈʧare]
1 κάνω άτεχνα
2 επισκευάζω πρόχειρα
3 κάνω τσαπατσούλικα
4 δημιουργώ ακαταστασία και χάος
5 μπερδεύομαι απελπιστικά
6 επισκευάζω τσαπατσούλικα
permalink
impasticciare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android