ItalianoGreco


impasticciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impastitˈʧare]

1 κάνω άτεχνα
2 επισκευάζω πρόχειρα
3 κάνω τσαπατσούλικα
4 δημιουργώ ακαταστασία και χάος
5 μπερδεύομαι απελπιστικά
6 επισκευάζω τσαπατσούλικα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---