Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpataccàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impatakˈkare] 1 λεκιάζω (με λίπος) 2 βρομίζω 3 επαλείφω 4 λερώνω 5 λιγδώνω 6 γεμίζω στίγματα 7 κηλιδώνω impataccarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impatakˈkarsi] 1 κηλιδώνομαι 2 βρομίζομαι 3 λερώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |