Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impazientàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impattsjenˈtare]

ανυπομονώ

impazientàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impattsjenˈtarsi]

ανυπομονώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impavido impaziente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impaurirsi (ρ.μ. (αντων.))
impaurito (επίθ.)
impavesare (ρ. μτβ.)
impavesata (θηλ.ουσ)
impavido (επίθ.)
impazientare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impaziente (επίθ.)
impazientemente (επίρ.)
impazientire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazientirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impazienza (θηλ.ουσ)
impazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impazzata (θηλ.ουσ)
impazzimento (ουσ αρσ )
impazzire (ρ.αμτβ.)
impazzito (επίθ.)
impeccabile (επίθ.)
impeccabilità (θηλ.ουσ)
impeccabilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---