Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impeccabilménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [impekkabilˈmente]

1 άψογα
2 άπταιστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impeccabilità impecettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impazzimento (ουσ αρσ )
impazzire (ρ.αμτβ.)
impazzito (επίθ.)
impeccabile (επίθ.)
impeccabilità (θηλ.ουσ)
impeccabilmente (επίρ.)
impecettare (ρ. μτβ.)
impeciare (ρ. μτβ.)
impeciatura (θηλ.ουσ)
impecorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impedantire (ρ.αμτβ.)
impedantire (ρ. μτβ.)
impedenza (θηλ.ουσ)
impedibile (επίθ.)
impediente (επίθ.)
impedimento (ουσ αρσ )
impedire (ρ. μτβ.)
impeditivo (επίθ.)
impedito (αρσ. επίθ και ουσ)
impegnare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---