Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impediménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [impediˈmento]

1 παρακώλυση
2 εμπόδιο
3 πρόσκομμα
4 κώλυμα
5 εμπόδιο σε γάμο (πχ ηλικία)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impediente impedire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impedantire (ρ.αμτβ.)
impedantire (ρ. μτβ.)
impedenza (θηλ.ουσ)
impedibile (επίθ.)
impediente (επίθ.)
impedimento (ουσ αρσ )
impedire (ρ. μτβ.)
impeditivo (επίθ.)
impedito (αρσ. επίθ και ουσ)
impegnare (ρ. μτβ.)
impegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impegnativo (επίθ.)
impegnato (επίθ.)
impegno (ουσ αρσ )
impegnoso (επίθ.)
impegolare (ρ. μτβ.)
impegolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelare (ρ. μτβ.)
impelarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---