Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpediménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impediˈmento] 1 παρακώλυση 2 εμπόδιο 3 πρόσκομμα 4 κώλυμα 5 εμπόδιο σε γάμο (πχ ηλικία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |