Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpegnàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impeɲˈɲato] 1 (occupato) απασχολημένος (-η, -ο) 2 (politicamente) στρατευμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |