Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impegolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impegoˈlare]

πισσώνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το impeciare)

impegolàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impegoˈlarsi]

1 πισσώνομαι
2 μπερδεύομαι
3 μπλέκομαι
4 τυλίγομαι
5 εμπλέκομαι
6 κηλιδώνομαι
7 στιγματίζομαι
8 ανακατεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impegnoso impelagarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impegnativo (επίθ.)
impegnato (επίθ.)
impegno (ουσ αρσ )
impegnoso (επίθ.)
impegolare (ρ. μτβ.)
impegolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelagarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impelare (ρ. μτβ.)
impelarsi (ρ.μ. (αντων.))
impellente (επίθ.)
impellere (ρ. μτβ.)
impellicciare (ρ. μτβ.)
impellicciatura (θηλ.ουσ)
impendere (ρ. μτβ.)
impenetrabile (επίθ.)
impenetrabilità (θηλ.ουσ)
impenitente (επίθ.)
impenitenza (θηλ.ουσ)
impennacchiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---