Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impennacchiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impennakˈkjare]

1 καθαρίζω και στρώνω φτερά (για πουλί)
2 διακοσμώ με φτερά ή φτέρωμα

impennacchiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impennakˈkjarsi]

στολίζομαι με φτερά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impenitenza impennaggi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impendere (ρ. μτβ.)
impenetrabile (επίθ.)
impenetrabilità (θηλ.ουσ)
impenitente (επίθ.)
impenitenza (θηλ.ουσ)
impennacchiare (ρ. μτβ.)
impennacchiarsi (ρ.μ. (αντων.))
impennaggio (ουσ αρσ )
impennaggi (ουσ αρσ πληθ.)
impennare (ρ. μτβ.)
impennarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impennata (θηλ.ουσ)
impensabile (επίθ.)
impensatamente (επίρ.)
impensato (επίθ.)
impensierire (ρ. μτβ.)
impensierirsi (ρ.μ. (αντων.))
impensierito (επίθ.)
impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---