Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpennacchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impennakˈkjare] 1 καθαρίζω και στρώνω φτερά (για πουλί) 2 διακοσμώ με φτερά ή φτέρωμα impennacchiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impennakˈkjarsi] στολίζομαι με φτερά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |