Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impeˈrante]

1 ισχύων
2 βασιλεύων
3 κύριος
4 διαδεδομένος
5 επικρατέστερος
6 κυρίαρχος
7 δεσπόζων
8 κυβερνών
9 επικρατών
10 κυριαρχών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impepare imperare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impensato (επίθ.)
impensierire (ρ. μτβ.)
impensierirsi (ρ.μ. (αντων.))
impensierito (επίθ.)
impepare (ρ. μτβ.)
imperante (επίθ.)
imperare (ρ.αμτβ.)
imperativale (επίθ.)
imperatività (θηλ.ουσ)
imperativo (ουσ αρσ )
imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)
impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)
imperdonabile (επίθ.)
imperdonabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---