Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impercettibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imperʧettibiliˈta]

κατάσταση δυσδιάκριτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impercettibile impercettibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperativo (επίθ.)
imperatore (ουσ αρσ )
imperatorio (επίθ.)
imperatrice (θηλ.ουσ)
impercettibile (επίθ.)
impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)
imperdonabile (επίθ.)
imperdonabilità (θηλ.ουσ)
imperfettamente (επίρ.)
imperfetto (ουσ αρσ )
imperfetto (επίθ.)
imperfezione (θηλ.ουσ)
imperforabile (επίθ.)
imperiale (ουσ αρσ και θηλ.)
imperiale (επίθ.)
imperialesco (επίθ.)
imperialismo (ουσ αρσ )
imperialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---