Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperfettaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [imperfettaˈmente]

1 ημιτελώς
2 λειψά
3 ελλιπώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperdonabilità imperfetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impercettibilità (θηλ.ουσ)
impercettibilmente (επίρ.)
imperciocché (σύνδ.)
imperdonabile (επίθ.)
imperdonabilità (θηλ.ουσ)
imperfettamente (επίρ.)
imperfetto (ουσ αρσ )
imperfetto (επίθ.)
imperfezione (θηλ.ουσ)
imperforabile (επίθ.)
imperiale (ουσ αρσ και θηλ.)
imperiale (επίθ.)
imperialesco (επίθ.)
imperialismo (ουσ αρσ )
imperialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imperialistico (επίθ.)
imperialità (θηλ.ουσ)
imperialmente (επίρ.)
imperiosità (θηλ.ουσ)
imperioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---