Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperialìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imperiaˈlistiko]

ιμπεριαλιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperialista imperialità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperiale (ουσ αρσ και θηλ.)
imperiale (επίθ.)
imperialesco (επίθ.)
imperialismo (ουσ αρσ )
imperialista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
imperialistico (επίθ.)
imperialità (θηλ.ουσ)
imperialmente (επίρ.)
imperiosità (θηλ.ουσ)
imperioso (επίθ.)
imperito (επίθ.)
imperituro (επίθ.)
imperizia (θηλ.ουσ)
imperlare (ρ. μτβ.)
imperlarsi (ρ.μ. (αντων.))
impermalimento (ουσ αρσ )
impermalire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impermalirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impermeabile (ουσ αρσ )
impermeabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---