Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impeˈrito]

1 άπειρος
2 αξεσκόλιστος
3 ανίκανος
4 ανέφικτος
5 άτεχνος
6 αδέξιος
7 άγνωρος
8 άβγαλτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperioso imperituro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperialistico (επίθ.)
imperialità (θηλ.ουσ)
imperialmente (επίρ.)
imperiosità (θηλ.ουσ)
imperioso (επίθ.)
imperito (επίθ.)
imperituro (επίθ.)
imperizia (θηλ.ουσ)
imperlare (ρ. μτβ.)
imperlarsi (ρ.μ. (αντων.))
impermalimento (ουσ αρσ )
impermalire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impermalirsi (ρ. μ. αμτβ.)
impermeabile (ουσ αρσ )
impermeabile (επίθ.)
impermeabilità (θηλ.ουσ)
impermeabilizzante (ουσ αρσ )
impermeabilizzante (επίθ.)
impermeabilizzare (ρ. μτβ.)
impermeabilizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---