Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpermeabilizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [impermeabiliddzatˈtsjone] 1 αδιαβροχοποίηση 2 στεγανοποίηση 3 δημιουργία στεγανότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |