Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impermeabilizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impermeabiliddzatˈtsjone]

1 αδιαβροχοποίηση
2 στεγανοποίηση
3 δημιουργία στεγανότητας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impermeabilizzare impermutabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impermeabile (επίθ.)
impermeabilità (θηλ.ουσ)
impermeabilizzante (ουσ αρσ )
impermeabilizzante (επίθ.)
impermeabilizzare (ρ. μτβ.)
impermeabilizzazione (θηλ.ουσ)
impermutabile (επίθ.)
impermutabilita (θηλ.ουσ)
impernare (ρ. μτβ.)
imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---