Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imperniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imperˈnjare]

1 τοποθετώ σε άξονα περιστροφής
2 τοποθετώ σε μεντεσέδες
3 τοποθετώ σε βάση περιστροφής

imperniàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imperˈnjarsi]

1 προκαλώ κίνηση γύρω μου
2 στρέφομαι σαν άξονας
3 περιστρέφομαι περί άξονα περιστροφής
4 περιστρέφομαι σε βάση περιστροφής
5 περιστρέφομαι σε μεντεσέδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impernare imperniatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impermeabilizzare (ρ. μτβ.)
impermeabilizzazione (θηλ.ουσ)
impermutabile (επίθ.)
impermutabilita (θηλ.ουσ)
impernare (ρ. μτβ.)
imperniare (ρ. μτβ.)
imperniarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---