Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impersonàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impersoˈnare]

1 παριστάνω άψυχο ως πρόσωπο
2 παριστάνω (ως ηθοποιός) κάποιο πρόσωπο
3 δίνω ψυχή σε πράγμα ή ιδέα
4 εξατομικεύω
5 προσωποποιώ

impersonarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impersoˈnarsi]

1 ενανθρωπούμαι
2 ενσαρκώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impersonalmente impersuadibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)
imperturbabilità (θηλ.ουσ)
imperturbato (επίθ.)
imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---