Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impersonàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [impersoˈnale]

1 ανυπόστατος
2 αδιάφορος
3 ο χωρίς προσωπικότητα
4 απρόσωπος
5 άχρωμος
6 ο χωρίς υπόσταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imperscrutabilità impersonalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperniatura (θηλ.ουσ)
impero (αρσ. επίθ και ουσ)
imperocché (σύνδ.)
imperscrutabile (επίθ.)
imperscrutabilità (θηλ.ουσ)
impersonale (αρσ. επίθ και ουσ)
impersonalismo (ουσ αρσ )
impersonalità (θηλ.ουσ)
impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)
imperturbabilità (θηλ.ουσ)
imperturbato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---