Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impertèrrito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imperˈtɛrrito]

1 ασυγκίνητος
2 απαθής
3 ατάραχος
4 ψύχραιμος (στον κίνδυνο)
5 ατρόμητος
6 άφοβος
7 θαρραλέος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impersuasibile impertinente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impersonalmente (επίρ.)
impersonare (ρ. μτβ.)
impersonarsi (ρ.μ. (αντων.))
impersuadibile (επίθ.)
impersuasibile (επίθ.)
imperterrito (επίθ.)
impertinente (ουσ αρσ και θηλ.)
impertinente (επίθ.)
impertinenza (θηλ.ουσ)
imperturbabile (επίθ.)
imperturbabilità (θηλ.ουσ)
imperturbato (επίθ.)
imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---