Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impetìgine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈtiʤine]

1 έκζεμα προσώπου (οφειλόμενο σε στρεπτόκοκκο ή σταφυλόκοκκο)
2 εξάνθημα
3 κηρίο (ιατρική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impestare impetiginoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imperversamento (ουσ αρσ )
imperversare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impervietà (θηλ.ουσ)
impervio (επίθ.)
impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---