Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impetràre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impeˈtrare]

1 πετρώνω
2 απολιθώνομαι

impetràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impeˈtrare]

1 ικετεύω
2 δέομαι
3 ικετεύω αγωνιωδώς
4 πετυχαίνω με επικλήσεις ή ικεσίες
5 εκλιπαρώ
6 θερμοπαρακαλώ
7 καθικετεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impetrabile impetrativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impestare (ρ. μτβ.)
impetigine (θηλ.ουσ)
impetiginoso (αρσ. επίθ και ουσ)
impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciare (ρ. μτβ.)
impiallacciatore (ουσ αρσ )
impiallacciatura (θηλ.ουσ)
impiantare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---