Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impetratòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [impetraˈtɔrjo]

1 ικετευτικός
2 παρακλητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impetrativo impetrazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impeto (ουσ αρσ )
impetrabile (επίθ.)
impetrare (ρ.αμτβ.)
impetrare (ρ. μτβ.)
impetrativo (επίθ.)
impetratorio (επίθ.)
impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciare (ρ. μτβ.)
impiallacciatore (ουσ αρσ )
impiallacciatura (θηλ.ουσ)
impiantare (ρ. μτβ.)
impiantire (ρ. μτβ.)
impiantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impiantistica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---