Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiagàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impjaˈgare]

1 τραυματίζω
2 λαβώνω
3 πληγώνω

impiagarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [impjaˈgato]

1 γεμίζω έλκη
2 πληγώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impetuoso impiallacciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impetrazione (θηλ.ουσ)
impettito (επίθ.)
impetuosamente (επίρ.)
impetuosità (θηλ.ουσ)
impetuoso (επίθ.)
impiagare (ρ. μτβ.)
impiagarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiallacciare (ρ. μτβ.)
impiallacciatore (ουσ αρσ )
impiallacciatura (θηλ.ουσ)
impiantare (ρ. μτβ.)
impiantire (ρ. μτβ.)
impiantista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
impiantistica (θηλ.ουσ)
impiantito (αρσ. επίθ και ουσ)
impianto (ουσ αρσ )
impiastrare (ρ. μτβ.)
impiastrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiastricciare (ρ. μτβ.)
impiastricciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---