ItalianoGreco


impiànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpjanto]

η εγκατάσταση


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


impianti [αρσ. πλυθ.] di risalita = οι εγκατάστασεις [f.] ανάβασης || impianto [αρσ.] di aerazione = εγκατάσταση εξαερισμού || impianto [αρσ.] di ventilazione = εγκατάσταση εξαερισμού || impianto [αρσ.] stereo = το στερεοφωνικό συγκρότημα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---