Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpicciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impitˈʧare] 1 επιβαρύνω 2 παρεμποδίζω 3 παρενοχλώ 4 βρίσκομαι στον δρόμο κάποιου 5 εμποδίζω impicciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [impitˈʧarsi] ανακατεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |