Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpiccàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [impikˈkato] 1 άνθρωπος εκτελεσμένος στην αγχόνη 2 άνθρωπος κρεμασμένος impiccàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [impikˈkato] κρεμασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |