ItalianoGreco


impìccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpitʧo]

1 παρεμπόδιση
2 πρόσκομμα
3 ανακάτωμα
4 τάραγμα
5 αμηχανία
6 παρακώλυση
7 μπελάς
8 εμπόδιο
9 σύγχυση
10 ενόχληση
11 ταραχή
12 μπέρδεμα
13 κώλυμα
14 εμπλοκή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---