impìccio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imˈpitʧo]
1 παρεμπόδιση
2 πρόσκομμα
3 ανακάτωμα
4 τάραγμα
5 αμηχανία
6 παρακώλυση
7 μπελάς
8 εμπόδιο
9 σύγχυση
10 ενόχληση
11 ταραχή
12 μπέρδεμα
13 κώλυμα
14 εμπλοκή
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [imˈpitʧo]
1 παρεμπόδιση
2 πρόσκομμα
3 ανακάτωμα
4 τάραγμα
5 αμηχανία
6 παρακώλυση
7 μπελάς
8 εμπόδιο
9 σύγχυση
10 ενόχληση
11 ταραχή
12 μπέρδεμα
13 κώλυμα
14 εμπλοκή
permalink
impiccio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android