Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impieguccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpjeˈgutʧo]

δουλίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impiego impietosire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impiegatizio (επίθ.)
impiegato (αρσ. επίθ και ουσ)
impiegatuccio (ουσ αρσ )
impiegatucolo (ουσ αρσ )
impiego (ουσ αρσ )
impieguccio (ουσ αρσ )
impietosire (ρ. μτβ.)
impietosirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietoso (επίθ.)
impietrare (ρ.αμτβ.)
impietrare (ρ. μτβ.)
impietrarsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrire (ρ.αμτβ.)
impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---