Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impiglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imˈpiʎʎo]

1 μπέρδεμα
2 μπλέξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impigliarsi impignorabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impietrire (ρ. μτβ.)
impietrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impietrito (επίθ.)
impigliare (ρ. μτβ.)
impigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impiglio (ουσ αρσ )
impignorabile (επίθ.)
impignorabilità (θηλ.ουσ)
impigrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impigrirsi (ρ.μ. (αντων.))
impigro (επίθ.)
impilaggio (ουσ αρσ )
impilare (ρ. μτβ.)
impillaccherare (ρ. μτβ.)
impinguamento (ουσ αρσ )
impinguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
impinguarsi (ρ.μ. (αντων.))
impinzare (ρ. μτβ.)
impinzarsi (ρ.μ. (αντων.))
impiombare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---