impiombàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [impjomˈbare]
1 βάζω μολύβι ανάμεσα σε στοιχεία τυπογραφικά
2 καλύπτω με μολύβι
3 ματίζω
4 βουλώνω
5 σφραγίζω (δόντι)
6 τοποθετώ σφραγίδα μολυβένια
7 σφραγίζω με μολύβι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [impjomˈbare]
1 βάζω μολύβι ανάμεσα σε στοιχεία τυπογραφικά
2 καλύπτω με μολύβι
3 ματίζω
4 βουλώνω
5 σφραγίζω (δόντι)
6 τοποθετώ σφραγίδα μολυβένια
7 σφραγίζω με μολύβι
permalink
impiombare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android