Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimplacabilménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [implakabilˈmente] 1 άτεγκτα 2 αδυσώπητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |