Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimplosióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imploˈzjone] 1 έκρηξη προς τα μέσα 2 εισροή αέρα προς κάλυψη κενού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |