Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impolveràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [impolveˈrare]

1 σκονίζω
2 λερώνω με σκόνη

impolveràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impolveˈrarsi]

σκονίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impoltronirsi impolverato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impolpare (ρ. μτβ.)
impolparsi (ρ.μ. (αντων.))
impoltronire (ρ.αμτβ.)
impoltronire (ρ. μτβ.)
impoltronirsi (ρ.μ. (αντων.))
impolverare (ρ. μτβ.)
impolverarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impolverato (επίθ.)
impolveratrice (θηλ.ουσ)
impolverazione (θηλ.ουσ)
impomatare (ρ. μτβ.)
impomatarsi (ρ.μ. (αντων.))
impomiciare (ρ. μτβ.)
imponderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)
imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---