Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimpolveràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [impolveˈrare] 1 σκονίζω 2 λερώνω με σκόνη impolveràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [impolveˈrarsi] σκονίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |