Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imponderàbile  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [impondeˈrabile]

1 αζύγιστος
2 άδηλος
3 αστάθμητος
4 αστάθμιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impomiciare imponderabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impolveratrice (θηλ.ουσ)
impolverazione (θηλ.ουσ)
impomatare (ρ. μτβ.)
impomatarsi (ρ.μ. (αντων.))
impomiciare (ρ. μτβ.)
imponderabile (αρσ. επίθ και ουσ)
imponderabilità (θηλ.ουσ)
imponente (επίθ.)
imponenza (θηλ.ουσ)
imponibile (ουσ αρσ )
imponibile (επίθ.)
imponibilità (θηλ.ουσ)
impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---