Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimponderàbile
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [impondeˈrabile] 1 αζύγιστος 2 άδηλος 3 αστάθμητος 4 αστάθμιστος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |