Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impórre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imˈporre]

επιβάλλω

imporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imˈporsi]

1 κυριαρχώ
2 ισχύω
3 φτιάχνω όνομα
4 γίνομαι δημοφιλής
5 ηγεμονεύω
6 αποκτώ κύρος
7 αναλαμβάνω αποστολή
8 γίνομαι σεβαστός
9 γίνομαι απαραίτητος
10 επιβάλλομαι
11 επικρατώ
12 κατορθώνω να με ακούσουν
13 πετυχαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imporrare imporrire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

impopolare (επίθ.)
impopolarità (θηλ.ουσ)
imporporare (ρ. μτβ.)
imporporarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imporrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imporsi (ρ.μ. (αντων.))
imporrire (ρ.αμτβ.)
importabile (επίθ.)
importante (ουσ αρσ )
importante (επίθ.)
importanza (θηλ.ουσ)
importare (ρ.αμτβ.)
importare (ρ. μτβ.)
importatore (ουσ αρσ )
importatore (επίθ.)
importazione (θηλ.ουσ)
importo (ουσ αρσ )
importunamente (επίρ.)
importunare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---