Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimportatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [importaˈtore] εισαγωγέας importatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [importaˈtore] 1 εισάγων 2 εισαγωγικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |