Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


impossessàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [impossesˈsarsi]

κυριαρχώ (καλύτερα χρησιμοποίησε το impadronirsi)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  impossessamento impossibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

importuno (ουσ αρσ )
importuno (επίθ.)
importuoso (επίθ.)
imposizione (θηλ.ουσ)
impossessamento (ουσ αρσ )
impossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
impossibile (ουσ αρσ )
impossibile (επίθ.)
impossibilità (θηλ.ουσ)
impossibilitare (ρ. μτβ.)
impossibilitato (επίθ.)
imposta, imposta (θηλ.ουσ)
impostare (ρ. μτβ.)
impostarsi (ρ.μ. (αντων.))
impostazione (θηλ.ουσ)
imposto (επίθ.)
impostore (ουσ αρσ )
impostura (θηλ.ουσ)
impotente (ουσ αρσ )
impotente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---